ὑπίχνιος

ὑπίχνιος
ὑπίχνιος, ον,
A under the foot,

ἕλκος Q.S.9.383

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • υπίχνιος — ον, ΜΑ μσν. αυτός που βρίσκεται κάτω από το πέλμα, που τόν πατάει κανείς («γῆ ὑπίχνιος», Μαξ.) αρχ. 1. αυτός που βρίσκεται στο πέλμα («ἕλκος ὑπίχνιον», Κόιντ.) 2. αυτός που υπόκειται σε κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ἴχνιον (< ἴχνος), πρβλ. ἐν… …   Dictionary of Greek

  • ὑπίχνιον — ὑπίχνιος under the foot masc/fem acc sg ὑπίχνιος under the foot neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπιχνίῳ — ὑπίχνιος under the foot masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”